προσχεδιάζομαι

προσχεδιάζομαι
προσχεδιάζομαι, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 …   Dictionary of Greek

  • προσχεδιάζω — ΝΜ νεοελλ. 1. σχεδιάζω κάτι εκ τών προτέρων, καταρτίζω προσχέδιο 2. σκέπτομαι κάτι προκαταβολικά, μελετώ εκ τών προτέρων μσν. μέσ. προσχεδιάζομαι σχεδιάζω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”